Τα ομηρικά έπη νίκησαν το χρόνο.Για πολλούς αιώνες διδάσκουν και ψυχαγωγούν όχι μόνο τους Έλληνες,αλλά και ξένους, ενήλικες και μαθητές, σε όλο τον κόσμο.Μικροί και μεγάλοι μαθαίνουν τον άνθρωπο και παίρνουν διδάγματα ζωής. " Όλη την Ελλάδα έχει μορφώσει αυτός ο ποιητής, ο Όμηρος," όπως σημείωσε χαρακτηριστικά ο Πλάτωνας.
Οι μαθητές της Α΄τάξης διδάχτηκαν και χάρηκαν φέτος την Οδύσσεια, την εξαίρετη ιστορία του Οδυσσέα για τον νόστο, την γλυκιά επιστροφή στην πατρίδα, μετά από αγώνες και βάσανα 20 ετών. Η μαθήτρια του Α4 Παγώνη Μελίνα εμπνεύστηκε τα παρακάτω ποίημα:
Οι μαθητές της Α΄τάξης διδάχτηκαν και χάρηκαν φέτος την Οδύσσεια, την εξαίρετη ιστορία του Οδυσσέα για τον νόστο, την γλυκιά επιστροφή στην πατρίδα, μετά από αγώνες και βάσανα 20 ετών. Η μαθήτρια του Α4 Παγώνη Μελίνα εμπνεύστηκε τα παρακάτω ποίημα:
Οδύσσεια αλλιώς
Ένα βράδυ στην Αθήνα
με τούτα και με κείνα
αραίωσε στους δρόμους
η κίνηση,
έσβησε του μουσείου η φωτεινή διαφήμιση
και φανήκανε τα
αστέρια
που κοιτούσαν τώρα
ξάγρυπνα τα περιστέρια
Κάτι δεν πήγαινε καλά
όμως
διότι δυό αγάλματα
φωνάζαν ταυτοχρόνως
μάλωναν ασταμάτητα
τα αγάλματα του Ερμή
και του Αχιλλέα ακράτητα!
Μα πως τον χάσαμε μου
λες?
Ξεφώνιζε ο Αχιλλέας
γεμάτος
από τον πόλεμο της
Τροίας ουλές
ο Όμηρος πρέπει να
φταίει
αγανακτισμένος απ’
τις φωνές ο Ερμής του λέει
κι απαντά ο Αχιλλέας
δίκιο έχεις γι’ αυτό κλαίει
κι αποκρίνεται ο
Όμηρος, που
το πικρό το δάκρυ τα
μάτια του τα καίει
σκέφτηκα στην
Οδύσσεια να βάλω άλλο τέλος
μα από ότι φαίνεται
στην πραγματικότητα
είναι κι ο Οδυσσέας
μέλος
ο κακόμοιρος που να
βρίσκεται τώρα
ελπίζω να τον χάσαμε
να μην ήρθε η ώρα
Τι τέλος έδωσες Όμηρε
κι ο Οδυσσέας
έχει ρόλο για να
παίξει;
ρώτησε όλο αγωνία η
πανοπλία του Ξέρξη
ποια πάθη μέλλεται να
ξαναπεράσει;
ρώτησε η
Κλυταιμνήστρα που είχε στάξει
πάνω της από
επισκέπτη παγωτό κεράσι
Στης Ιθάκης τα πατρικά
του
χώματα πως βρίσκεται
σας λέγω
μα μνηστηρομπλεξίματα
τον περιμένουν
γι’ αυτό κλαίγω
Πες μας την ιστορία
μήπως γυρίσει πίσω!
είπε τα μάτια
λάμποντας η Αθηνά
κολλημένη στου τοίχου το γείσσο
Κι ο Όμηρος όσο κι αν
δεν το θέλει
παίρνει μια βαθιά ανάσα
κι αρχίζει να
απαγγέλει..
Βασανισμένος ο
Οδυσσέας και θείος
που τον νόστο του
επιθυμεί κυρίως
ξεβράστηκε στης
Ιθάκης την θάλασσα
μέσα στην ιστορία
που εγώ ο ίδιος
χάλασα
άνοιξε τα μάτια του
και είδε
του παλατιού του την
σκεπή
κι όμως γύρω του
απλωνότανε σιωπή..
σύρθηκε αργά προς την
ακτή
και με τις φωνές του
έσπασε την σιγή
Αλίμονο μου! Μπροστά
στης Ιθάκης βρίσκομαι τα κάλλη
ποια ιστορία να
σκαρφίστηκε ο Όμηρος και πάλι;
Άραγε η Πηνελόπη κι ο
Τηλέμαχος είναι εδώ;
τα αγάλματά τους δεν
τα φτιάξανε και να τους δω λαχταρώ
Μα όχι τα αγάλματα
υπάρχουν εδώ κάπου
διέκοψε η Άρτεμη
κοιτώντας τον λόφο Φιλοπάππου
Κι ο Όμηρος της
απαντά
Άρτεμη ηρέμησε σε
παρακαλώ
τον Οδυσσέα να φέρω
πίσω προσπαθώ!
και συνεχίζεται η
ιστορία
και του Όμηρου η
απαγγελία
Κίνησε λοιπόν προς το
παλάτι
λουσμένος με της
θάλασσας το αλάτι
να βρει κάποιον
συγγενή
μα της Πηνελόπης η
κάμαρα
ήτανε κενή…
Έψαξε σ όλο το σπίτι
αλλά τον είχανε
αφήσει όλοι ερημίτη..
Μόνο ένας τον
παραμόνευε κρυφά
πίσω από τον στάβλο
με τα αγρίμια
που στέκονταν βουβά,
ο μοχθηρός μνηστήρας
που ‘χε ξεφύγει απ’
το κακό της μοίρας
Κι άκουγε στο όνομα
Ευρύμαχος
που κανενός δεν ήταν
σύμμαχος
και περίμενε με
υπομονή
να έρθει εκείνη η
στιγμή
στον Οδυσσέα να
επιτεθεί
γεμάτος φθόνο και
πυγμή
όμως πάτησε ένα κλαδί
που φυσικά δεν είχε
δει
έπεσε μέσα στων
αγριμιών την λάσπη
πάει κι η χλαμύδα του
η άσπρη
και μόλις ο Οδυσσέας
άκουσε
την πόρτα του στάβλου
άνοιξε
και βρήκε τον
Ευρύμαχο μες την λάσπη την καφέ
πιο ταπεινωμένο δεν
τον είχε δει ποτέ
κι αφού τον
παρατήρησε καλά-καλά
σωριάστηκε χάμω και
με δάκρυα
άρχισε να γελά
που τόσα χρόνια
κατέστρεφε το βιός του
και τότε ακούστηκε να
γελά μαζί του και ο γιος του
ο Τηλέμαχος
εμφανίστηκε πίσω απ’ τον Οδυσσέα
σαν θεατρική
παράσταση πίσω από την αυλαία
κι οι δυό τους
χαιρετήθηκαν γελώντας
κι ο Ευρύμαχος έμεινε
εκεί το θέαμα κοιτώντας
«για δες γιε μου,
αυτός εδώ μας ξέφυγε!»
είπε ο Οδυσσέας καθώς
το αστείο έληγε
«κι όμως ο πόθος μου
για εκδίκηση ακόμα δεν μου έφυγε»
Και απαντά ο
μνηστήρας ο κακός
«ξέφυγα γιατί απ’
όλους σας είμαι ο πιο δυνατός,
και κανείς δεν μπορεί
να μου αποδείξει αλλιώς,
έχω την τύχη
προστάτιδά μου,
και έτσι δεν θα’ χω
εγώ την μοίρα του Πριάμου»
«Ευρύμαχε, παραβγές
μαζί μας αν μπορείς,
Όπως εσύ το θέλεις,
με όπλα η χωρίς!»
Αποκρίθηκε ο
Τηλέμαχος που ευτυχώς
είχε φτάσει εκεί
νωρίς.
«Μα φθόνο εγώ δεν σου
κρατώ
μήτε πολεμικές
ορέξεις
κι ειλικρινά σου το
ζητώ
λίγο να με πιστέψεις!
Άλλωστε είστε δύο κι
εγώ ένας
με το δικό σας δίδυμο
δεν θα τα’βαζε κανένας
Το μόνο που θέλω
εσείς να μου πείτε
είναι πως με
συγχωρείτε!»
είπε ο Ευρύμαχος με
μιαν αμηχανία να αιωρείται
«Ευρύμαχε περίεργα
μας τα λες,
αρχίζεις από σήμερα
και το ξεχνάς το χθες.
Πριν όμως άλλα έλεγες
για σένα
πως είσαι πιο δυνατός
και απ’ τον πατέρα μου
και από εμένα»
απάντησε ο Τηλέμαχος
με μάτια φλογισμένα
«Σωστά τα λέει ο
Τηλέμαχος
Ευρύμαχε τα καμώματά
σου
Εκείνος θα γίνει
σωστός πολέμαρχος
όμως εσύ για στάσου
πως και τόσο φιλότιμο
ξαφνικά
χωρίς να σκέφτεσαι το
πριν και το μετά
Αλίμονο σου άμα έχεις
σκεφτεί
στο παρελθόν μας το
πικρό να κάνεις νέα ανασκαφή»
αποκρίθηκε ο Οδυσσέας
ανοίγοντας την πόρτα
του στάβλου την κρυφή
«Μέσα εδώ έχει τα
κέρδη και τα λάφυρα
στο δωμάτιο με την
πόρτα την κρυφή και τα κλειστά παράθυρα
Άραγε να ναι ακόμα
εκεί, για να στα δώσω και να φύγεις,
άλλο πια να μην μας
θίγεις»
και σαν άνοιξε την
πόρτα με την Αθηνά την Άγια
βγήκε τότε έξω μια
μεγάλη κουκουβάγια
της Αθηνάς η
συντροφιά
και βόλευε στα
μεταφορικά
έφερε στον Οδυσσέα
ένα μήνυμα
απ’ τον Όμηρο για της
Οδύσσειας το τίμημα
τον Ευρύμαχο να μην
τον πιστέψει
αν πίσω στο μουσείο
ήθελε να επιστρέψει.
Παρά μόνο ένα καράβι
να ετοιμάσει
και την τύχη του να
δοκιμάσει
μήπως τον ρίξει στο
νερό
και γυρίσει πίσω εδώ!
Τότε ο Ευρύμαχος
πιάνει την κουκουβάγια μ ένα σάλτο
και ρίχνει και τους
άλλους δύο κάτω.
«Μην ακούτε ότι σας
λέει
αφού ένα καράβι σαν πλέει
δύσκολο είναι να
βουλιάξει
και τον κόσμο να
αλλάξει,
σ ένα μουσείο να
βρεθεί
μπροστά στο μέλλον το
μακρύ»
είπε ο Ευρύμαχος
πέφτοντας ξανά
στον λάκκο τον βαθύ
με τον Οδυσσέα και
τον Τηλέμαχο μαζί
«Ευρύμαχε ζηλόφθονε
και τρομερέ μνηστήρα
τα χρόνια μαζί τους
με πήρανε
και δεν μου λείπει η
πείρα…
Ξέρω καλά πως ψέματα
λες
και τα καταφέρνεις
χωρίς
αμηχανία και ντροπές,
πως τέχνη σου είναι η
υποκρισία
όμως εγώ δεν ήρθα εδώ
με όρεξη για αστεία»
είπε ο Οδυσσέας
αγανακτισμένος
και μέσα στην πηχτή
λάσπη
πασαλειμμένος
Εκείνη τότε την
στιγμή
φάνηκε η Πηνελόπη
έλαμψε η ομορφιά της
σαν την Αυγή
καθώς εμφανίστηκε στο
κατόπι
«Τι θόρυβος είναι
αυτός
που δυνατά ηχεί στα
αυτιά μου
και καταστρέφει
εντελώς
την ησυχία του
θαλάμου;»
ρώτησε η Πηνελόπη
και τα μαλλιά της
ανέμιζαν
με χρώμα σαν της
άμμου
«Πηνελόπη μου γλυκιά
μου,
τόσο καιρό εσύ ήσουν
μακριά μου
θυμάμαι τους καιρούς
που μας άνηκε
ολόκληρο το άστυ
όμως μπορείς εσύ τώρα
να βοηθήσεις
να βγούμε από την
λάσπη;»
της απάντησε ο
Οδυσσέας
κοιτώντας την με των
ματιών του την λάμψη.
«Μητέρα μου καλή
με την ματιά σου την
ροδαλή
και την βουλή σου την
σοφή
σκέψου έναν τρόπο να
μας βγάλεις
απ’ του Ευρύμαχου να
γλυτώσουμε τις πάλεις»
Τότε η Πηνελόπη βρήκε
ένα σκοινί
και τους το πέταξε
αμέσως
ακόμα κι αν δεν ήτανε
ικανή
να τους τραβήξει με
τον Ευρύμαχο ενδιαμέσως
Πηνελόπη μάταια
προσπαθείς
Να μας βγάλεις όλους
από δω σώους και αβλαβείς
εγώ όμως θα πάρω το
μεγάλο ρίσκο
μ’ ένα κλαδί από
λυκίσκο
τα ζωντανά μας να
πειράξω
κι ύστερα απ’ τα
σκοινιά να τ’ απαλλάξω
για να μας πάρουνε μαζί
τους
και να φτάσουμε
αντίκρυ του θαλάσσιου μήκους»
είπε ο Οδυσσέας
κοιτώντας
των αγριμιών τους κρίκους
και χωρίς να χάσει
χρόνο
προκάλεσε στα αγρίμια
πόνο
και κρατήθηκαν από
τις ράχες
όπως γινόταν και στις
μάχες
και τα αγρίμια τους
έβγαλαν έξω μεμιάς
έτσι μπροστά τους
φάνηκε
η θέα της ακρογιαλιάς
κι από πάνω ο
ροδοκόκκινος ουρανός
φάνταζε σαν
ζωγραφισμένος καμβάς
έτρεξαν να βρουν
κάποια βαρκούλα
σαν εκείνες που
έμοιαζαν
με παλιά δερμάτινα
μπαούλα
κι αφού ανοίχτηκαν
στα βαθιά
έριξαν πίσω τους μια ματιά
κι ένα χαμόγελο
αφηρημένο
στον Ευρύμαχο που τον
είχαν αφήσει
μες την λάσπη
βουτηγμένο
πέρασαν οι ώρες,
έφυγε η μέρα
τα αστέρια χόρευαν
παρέα με τον αγέρα
και χωρίς να το
καταλάβει κανένας επιβάτης
τους άνοιξε η θάλασσα
βαθιά την αγκαλιά της
γαλήνεψε το κύμα κι
ας βύθισε την βάρκα
αφού μ ένα βήμα στο
μουσείο
βρέθηκαν τσάρκα!
Τέλειωσε ο Όμηρος την
απαγγελία
έχοντας δίπλα του τα
πρόσωπα και τα τρία
«Επιτέλους μας έφυγε
η αγωνία»
φώναξαν οι 300 σαν
ξέφρενη λιτανεία
«το θάρρος σας σε
όλους μας αντανακλεί!»
αποκρίθηκε ο
Πάτροκλος ακονίζοντας
το σπαθί του στην
μύτη του Σοφοκλή
«Ω Οδυσσέα πολυμήχανε
την υπομονή σου όλοι
ας είχαμε
χίλια συγνώμη σου
ζητώ
για το λάθος μου το
καταστροφικό»
απολογήθηκε ο Όμηρος
με το κεφάλι του
σκυφτό
«Ω Όμηρε, ξακουστέ
μας ποιητή
πως σου πέρασε απ το
μυαλό η σκέψη αυτή,
πως εγώ θα σου
κρατήσω κακία
από εδώ έως πέρα την
Τροία
τίποτα δεν με
πειράζει
ίσα που με
προετοιμάζει
για περιπέτειες νέες
και ιδέες φευγαλέες
μπορεί καμιά φορά να
φερόμαστε με αγένεια
μα πάνω απ’ όλα
είμαστε οικογένεια,
της πατρίδας μας η
ιστορία
και τα θαυμαστά της
μεγαλεία!»
μίλησε ο Οδυσσέας
βάζοντας εκεί τελεία.
Ο Όμηρος τότε έσκισε
της Οδύσσειας εκείνο
το τέλος
και ο Πάρης το πέτυχε
με ένα βέλος
που ταξίδευε τώρα
προς
της κεντρικής Αθήνας το περβάζι
καθώς ο ήλιος άρχισε
να γλυκοχαράζει
έκανε τον γύρο από
κει ως την κωμόπολη
ώσπου στο τέλος
χάθηκε πίσω απ’ την Ακρόπολη
Η κίνηση άρχισε να
πυκνώνει
και ο θόρυβος να
δυναμώνει
έφυγαν τα περιστέρια
απ’ την σκεπή
και μέσα στο μουσείο
απλώθηκε η γλυκιά
σιωπή
ένα αεράκι πήρε τότε
να φυσά απαλά
να πάρει του Ομήρου το δάκρυ μακριά.